χρηστηρίους

χρηστηρίους
χρηστήριος
oracular
masc acc pl
χρηστήριος
oracular
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρηστήριος — ία, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαντείο, προφητικός («χρηστηρίους ὄρνιθας», Αισχύλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που δίνει χρησμούς 3. αυτός που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για χρήση, χρηστικός 4. (το ουδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”